Να συναντιόμαστε, όλο και πιο πολλοί, όλο και πιο θαρραλέοι.

Να συναντιόμαστε, όλο και πιο πολλοί, όλο και πιο θαρραλέοι.
Να μικρύνουμε τις αποστάσεις, να φτιάξουμε γειτονιές διαδικτυακές, να ακούσουμε τον θόρυβο του διπλανού, τον αναστεναγμό και το τραγούδι του,
το γέλιο του και την κραυγή του.

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω . . .

“Ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω
κι αν με γυρέψετε είμαι ακόμα στην αλάνα
ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω
μη με μαζεύεις απ' το δρόμο ακόμα μάνα.”

Άνω Ελευσίνα ή Συνοικισμός Προσφύγων. Αρχές δεκαετίας του 60.

"Μη με μαζεύεις απ΄το δρόμο ακόμα μάνα . . ."

Ποτέ δεν τις χορτάσαμε τις αλάνες . . . οι φωνές των μανάδων ακόμη στα αυτιά μας: Γιάαααανήηηηη . . . Κώωωωωστάααααα . . . Νίιικοοοοο . . .
. . . και το ξύλο το τρώγαμε σε κοινή θέα όλων. Όταν τις έτρωγε ο φίλος μας τρομοκρατημένοι αναλογιζόμασταν αν μετά είναι και η σειρά μας ή παρηγορούμασταν που η δική μας μάνα δέρνει κάπως διαφορετικά – οι ψυχολόγοι δεν είχαν πάρει ακόμη τα πτυχία τους και δεν υπήρχε τηλεόραση για να τους δώσει βήμα νουθεσίας των γονιών μας.
Ποτέ δεν θα ξεχάσουμε το χαμένο τελευταίο κρίσιμο δεκάλεπτο του αγώνα, που μας μάζεψε η μάνα μας και χάσαμε τους πανηγυρισμούς της ομάδας μας.

Ποτέ δεν θα ξεχάσουμε τις τούμπες και τις ξάπλες στο γρασίδι της αλάνας την άνοιξη – η μυρωδιά της πρασινάδας ακόμη στα ρουθούνια μου.


Ποτέ δεν θα ξεχάσουμε την απειλητική εισβολή της "συμμορίας" από την παραπέρα γειτονιά, τα ματωμένα γόνατα, την παλαίστρα για να κάνουν χάζι στοιχηματίζοντας τα μεγαλύτερα παιδιά, το στακαμάν και τις εξορμήσεις με τα ποδήλατα σε αλάνες άλλων συνοικιών . . . ή έξω από εκείνα τα σπίτια που μεγάλωνε εκείνη που έκανε την καρδιά μας να χτυπά παράξενα.

Ποτέ δεν θα ξεχάσουμε τον χαρταετό που καμαρώναμε στητό και ακλόνητο σαν κουκκίδα στο γαλάζιο, ώσπου ήλθε ο άλλος μπόμπιρας να μας μπλέξει τον δικό του, να κρεμάσει τον δικό μας και να τον δούμε να καταρρέει τόσο άδοξα.

Ποτέ δεν θα ξεχάσουμε τα κουτιά με την ασετιλίνη να εκρήγνυνται και τινάζονται στα ύψη, το σύρμα για τα πιάτα που το δέναμε στον σπάγκο και το ανάβαμε και το στριφογυρίζαμε τη νύχτα σαν βεγγαλικό, τα τουβλάκια λάσπη που ξεραίναμε στον ήλιο, την πετρωμένη άμμο της διπλανής οικοδομής όπου σκαλίζαμε σπηλιές και βάζαμε στρατιωτάκια να πολεμούν, το κρυφτό τα καλοκαιρινά βράδια - που θα βρω μια γωνιά να λουφάξω στενά με την γειτονοπούλα ?

Ποτέ δεν θα ξεχάσουμε τον γέρο με την τάβλα και τον πολίτικο χαλβά, τον τυροπιτά και τους παγωτατζήδες με τα τρίκυκλα ποδήλατα, τους γύφτους με το ντέφι και τις μαΐμούδες τους ντυμένες νυφούλες και το πιο φοβερό, την αρκούδα με το φίμωτρο που υπέμενε στωικά την τύχη της. Μαζευόμασταν γύρω τους με λαχτάρα και νιώθαμε κάτι σαν να μας τιμούσαν που δεν παρέκαμπταν τη δική μας γειτονιά.


Ποτέ δεν θα ξεχάσουμε τον νερουλά με το κάρο και το βυτίο – μισή δραχμή η στάμνα κι αυτή χρεωμένη μερικές φορές – τον γαλατά αργά το απόγευμα, τον γανωματή, τον καρεκλά που επισκεύαζε τις ψάθινες καρέκλες.

Η κάθε μας μέρα περιελάμβανε πολλά τέτοια τελετουργικά υποδοχής πλανόδιων.

Η κάθε μέρα μας ήταν γεμάτη με περιστατικά στον δρόμο και δεν θέλαμε να τελειώσει ποτέ. . .

γι αυτό σου λέω ακόμη και σήμερα στα όνειρά μου μάνα:
“μη με μαζεύεις απ' το δρόμο ακόμα μάνα.”


Νίκος Νημάς - Φλεβάρης 2012
μια πρώτη απόπειρα να ανασύρω μνήμες και εικόνες μια άλλης πατριδογνωσίας.

Ίσως εκεί ανακαλύψω περισσότερα θαμμένα στη λήθη διαμάντια ενός άλλου κόσμου που μύριζε ιδρώτα, σκόνη και κρασί, που εξέπεμπε όμως ΑΞΙΕΣ και ΑΡΧΕΣ

αφορμή το παρακάτω: Ζιγκ Ζαγκ - Ευτυχώς που ξέχασα να μεγαλώσω 

4 σχόλια:

  1. κυριε νικο ετσι ηταν οπως τα λετε και στην δικη μου γειτονια αυτα καναμε ναστε καλα που μς κανετυε και θυμομαστε τα χρονια που περασαν και που δεν ειχαμε εννοιες μονο το παιχνιδι και τους φιλους μας τοτε η φιλια ηταν αλλο πραγμα τωρα εχει ξεφτιλιστη και αυτη η εννοια της φιλιας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Φιλία, παιδικοί έρωτες, πλανόδιοι, μεροκαματιάρηδες (άγνωστο είδος τότε οι νεόπλουτοι και οι αεριτζήδες), μπέσα και φιλότιμο.
    Γυρίζω πίσω να βρω διαμάντια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. "Να με πατησει νταλικα τριαξονικη που κουβαλα χυμενο σιδερο, να βυθιστει το καραβι που με πηγαινει διακοπες στη Σμυρνη και να με φανε πεντε σκυλοψαρα, να πεσω απο το μπαλκονι και να χαθω να χαθω να χαθω, έτσι και προδωσω το μυστικο...."

    Απο τον ορκο των Ακροβατων....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Οι "Ακροβάτες" σου Χρήστο, ήταν η δική σου παρέα, η δική μου παρέα, η παρέα του πατέρα μου, σε διαφορετικές εποχές που ακόμη όμως οι αλάνες δεν είχαν εξαφανιστεί, οι δρόμοι ήσαν ελεύθεροι και δεν είχαν γίνει parking και ο μαγνητισμός τους ήταν πιο ισχυρός από τη φωνή της μάνας μας.
      Μεγαλώσαμε στην ίδια πόλη με το ίδιο άρωμα στον αέρα, το ίδιο άρωμα να βγαίνει από το ανοιχτό παράθυρο του γείτονα. Τα γεγονότα της γειτονιάς και τα μυστικά παιχνίδια μας τα μοιραζόμασταν σαν μεθυσμένοι μύστες που ανακάλυπταν κάθε μέρα και νέα μυστήρια της ζωής.
      Το ταξίδι των μυστών συνεχίζεται . . .

      Διαγραφή