Να συναντιόμαστε, όλο και πιο πολλοί, όλο και πιο θαρραλέοι.

Να συναντιόμαστε, όλο και πιο πολλοί, όλο και πιο θαρραλέοι.
Να μικρύνουμε τις αποστάσεις, να φτιάξουμε γειτονιές διαδικτυακές, να ακούσουμε τον θόρυβο του διπλανού, τον αναστεναγμό και το τραγούδι του,
το γέλιο του και την κραυγή του.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Να έχουμε ή να είμαστε ;



Δεκέμβριος 2006, όταν ακόμα τότε κοιμόμασταν βυθισμένοι στον καταναλωτισμό – το δημοσίευσα λίγο πριν τα Χριστούγεννα – προειδοποιώντας για τον λάθος δρόμο που είχαμε πάρει σαν άτομα και σαν κοινωνία.

--------------------------------------------------------

«Ξέρω πως τίποτε δεν είναι δικό μου

εκτός από τη σκέψη που ανεμπόδιστα

κυλάει από την ψυχή μου.

Κι ακόμα, κάθε όμορφη στιγμή

που η καλή μοίρα

μ’ αφήνει ολόψυχα να χαρώ.»

Στο μικρό αυτό ποίημα ο Goethe (Γκαίτε), ο μεγάλος αυτός εραστής της ζωής και ο πολέμιος της μηχανοποίησης και της καταστροφής του ανθρώπου, εκφράζει με τόση απλότητα την διαφορά ανάμεσα στο να έχουμε (να κατέχουμε πράγματα) και στο να είμαστε (να χαιρόμαστε που υπάρχουμε σαν ανθρώπινα όντα).

Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, είναι δυσκολότερη η διάκριση ανάμεσα στις δυο αυτές βασικές έννοιες που καθορίζουν τη στάση μας απέναντι στη ζωή και τη θέση μας μέσα στην κοινωνία.

Σ’ έναν πολιτισμό όπου ο ύψιστος σκοπός θεωρείται πλέον η απόκτηση όλο και περισσοτέρων υλικών αγαθών, όπου ο καθένας μας καθορίζεται από τα περιουσιακά του στοιχεία ή από την αγοραστική του δύναμη, πώς άραγε μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τη διαφορά ανάμεσα στο «έχω» και στο «είμαι»;

Μοιάζουν σε πολλούς πολύ ξεθωριασμένα αλλά ωστόσο πάντοτε επίκαιρα για όλους μας τα λόγια του Χριστού:

«Διότι ποιο θα είναι το όφελος για έναν άνθρωπο που θα κερδίσει όλον τον κόσμο με αντάλλαγμα (αντίτιμο) να χάσει τον εαυτό του;»

Ο Marx στο βάθος του ριζοσπαστικού ανθρωπισμού του δίδαξε ότι:

«η συσσώρευση πλούτου είναι τόσο μεγάλο κακό όσο είναι και η φτώχια και ότι ο στόχος μας θα πρέπει να είναι το να είμαστε Άνθρωποι Ελεύθεροι κι όχι το να έχουμε πολλά, όντας Αλλοτριωμένοι (αποξενωμένοι) από την ανθρώπινη φύση μας και το βάθος του ανθρώπινου μεγαλείου».

Ο κυρίαρχος τρόπος ζωής χαρακτηρίζεται από την γεμάτη απληστία αγωνιώδη προσπάθεια να έχουμε όλο και περισσότερα - χρήμα, αγαθά, ανέσεις, απολαύσεις - και μέσα από την επίδειξη του όγκου των υλικών μας κατακτήσεων να κερδίζουμε τη δόξα, τη δύναμη, την κοινωνική αναγνώριση.

Η κοινωνία δυστυχώς θα μας αναγνωρίσει γι αυτά που έχουμε να επιδείξουμε κι όχι γι αυτό που κατά βάθος είμαστε. Για τα επώνυμα ρούχα που φοράμε, για το μοντέλο αυτοκινήτου που οδηγούμε, για τα εξοχικά που διαθέτουμε, δηλαδή για την περιουσία μας κι όχι για την ουσία μας.

Όχι δηλαδή για τα συναισθήματά μας, όχι για τη σκέψη μας, όχι για τα μηνύματα που εκπέμπουμε με τις πράξεις και τα λόγια μας, όχι για την τρυφερότητα στις ανθρώπινες σχέσεις μας, όχι για τις αρετές μας, όχι για τις αρχές μας, όχι για το τι είμαστε αλλά για το τι έχουμε.

Η αγοραστική μας δύναμη κι η καταναλωτική μας συμπεριφορά είναι φυσικό επόμενο να ενδιαφέρει τον επιχειρηματικό κόσμο (αυτό που γενικά αποκαλούμε αγορά). Όμως δεν είναι καθόλου όμορφο έτσι ακριβώς να μας βλέπουν κι οι υπόλοιποι συνάνθρωποί μας κι είναι επίσης αφύσικο να το επιδιώκουμε εμείς οι ίδιοι.

Δυστυχώς σήμερα είναι αλήθεια αυτό που λέγεται πως «αντί να με κοιτάνε στα μάτια, κοιτάνε την τσέπη μου».

Οι διαφημιστές σκαρώνουν συνεχώς τα πιο απίθανα σενάρια μέσα σε εικόνες και βίντεο έτσι που όλοι οι καταναλωτές να αναγνωρίζουν τελικά τον εαυτό τους μέσα από την ίδια για όλους φόρμα:

«είμαι αυτό που έχω, είμαι αυτό που καταναλώνω, είμαι αυτό που χρησιμοποιώ, είμαι αυτό που φοράω»

ή αν το εκφράσουμε πιο συνοπτικά:

«ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΦΑΙΝΟΜΑΙ ΠΩΣ ΕΧΩ & ΕΙΜΑΙ . . . ΔΙΟΤΙ ΕΧΩ»

Αυτή τελικά η ταύτιση του «τι έχω» με το «ποιος είμαι» μας οδηγεί σ’ έναν «γύρο του θανάτου», σ’ έναν φαύλο κύκλο, στην περιπέτεια του ανικανοποίητου ανθρώπου.

Διότι όσο περισσότερα προϊόντα αποκτώ και καταναλώνω, τόσο πιο γρήγορα εξαντλείται η ικανοποίηση που μου πρόσφεραν και τόσο περισσότερο ακόρεστος αισθάνομαι και τόσο περισσότερο συνεχίζω να πασχίζω για να αποκτήσω κι άλλα, κι άλλα, κι άλλα … αναζητώντας συνεχώς τη χαμένη ευχαρίστηση που δεν διαρκεί για πολύ.

Στο βάθος μέσα μας απομένει πάντοτε μια αίσθηση ότι δεν απολαμβάνουμε αρκετά την ζωή, παρ’ όλες τις ανέσεις. Κάθε ημέρα είναι σαν να ξαναγεννιόμαστε φτωχοί από την αρχή, σαν να μην απολαύσαμε χθες βράδυ το πλούσιο γεύμα με τους φίλους μας, σαν να μην έγινε ποτέ το υπέροχο ταξίδι διακοπών από το οποίο μόλις επιστρέψαμε. Τελικά και το σπίτι που αποκτήσαμε με πολλούς κόπους, γρήγορα θα μας φανεί στενό κι ας το είχαμε σχεδιάσει στα μέτρα μας.

Το μικρό φτηνό αυτοκίνητο που είχαμε κάποτε στα νιάτα μας και μας πήγαινε παντού σε απίστευτες νεανικές περιπέτειες, φαντάζει τώρα πια σχεδόν τριτοκοσμικό, μπροστά στο τεράστιας ιπποδύναμης «Jeep Cherokee» που αναρριχάται σε βουνά και λαγκάδια όπου άλλα δεν μπορούν.

Η ζωή μας είναι πλέον απίστευτα πιο άνετη από αυτήν που έκαναν οι γονείς μας, τα άλματα βιοτικού επιπέδου είναι τεράστια και παρ’ όλα αυτά έχουμε την αίσθηση ότι η ζωή τρέχει πιο γρήγορα από εμάς κι εμείς πρέπει συνεχώς να γκαζώνουμε για να τη φθάσουμε.

Δεν χαλαρώνουμε σχεδόν ποτέ γιατί η αίσθηση του ανικανοποίητου ανθρώπου δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε, δεν μας αφήνει να συναντηθούμε ειρηνικά με τον Εαυτό μας, τον Σύντροφό μας, τον άλλον Άνθρωπο δίπλα μας. Είμαστε συνέχεια σε μια εμπόλεμη κατάσταση με όλους και με όλα και πάνω απ’ όλα με τον ίδιο μας τον εαυτό.

Άκουσα πρόσφατα σε μια φιλική συνάντηση κάποιον να λέει:

«Το χθες είναι παρελθόν, το αύριο είναι μυστήριο, το σήμερα είναι ένα δώρο».

Απλή εντυπωσιακή κουβέντα και τη μετέφερα σε μιαν άλλη συζήτηση όπου όλοι οι συμμετέχοντες παραπονούνταν για τους γρήγορους εξοντωτικούς ρυθμούς της ζωής μας. Μου έκαναν εντύπωση τα διαφορετικά σχόλια που ακολούθησαν, πάνω σ’ αυτήν την κουβέντα.

Όλοι την ερμήνευαν λέγοντας περίπου το ίδιο, πως πραγματικά μπορούμε να απολαύσουμε καλύτερα την ζωή αν την κάθε μέρα (το σήμερα) τη ζούμε σαν να ήταν η τελευταία. Προχωρώντας όμως η συζήτηση αντιλήφθηκα από πόσο διαφορετική σκοπιά το έβλεπε ο καθένας.

Ο ένας έλεγε πως αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πρέπει να φροντίζουμε το κοινώς λεγόμενο «ό, τι φάμε ό, τι πιούμε κι ό, τι αρπάξει ο κώλος μας - σήμερα ζούμε αύριο πεθαίνουμε», ενώ κάποιος άλλος είπε ότι αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πρέπει να αναθεωρήσουμε όσο πιο γρήγορα τους στόχους μας στην ζωή, διότι έχουμε εγκλωβιστεί στο κυνηγητό της πλουσιότερης ζωής, που υποτίθεται θα έλθει κάποια μέρα στο γεμάτο μυστήριο «αύριο» ή έστω στο «μεθαύριο».

Ο πρώτος συνομιλητής ήταν σίγουρα εγκλωβισμένος μέσα στον «Γύρο του Θανάτου». Γευόταν ήδη με απελπισία την οσμή της σήψης και τον τρόμο του θανάτου. Ήταν εγκλωβισμένος σ’ αυτά που είχε ήδη αλλά δεν τα απολάμβανε πραγματικά. Δεν είχε διέξοδο άλλη από το να επιδιώκει περισσότερα, περισσότερες στιγμιαίες απολαύσεις, «στιγμές - σταγόνες ευτυχίας». Ήταν ήδη νεκρός, στερημένος από την βαθιά και διαρκή απόλαυση της ουσίας της ύπαρξής του σαν άνθρωπος.

Αυτούς τους ανθρώπους τους αναγνωρίζουμε εύκολα, αρκεί και μόνον να τους ακούσουμε να λένε πως «ευτυχία είναι μόνον λίγες στιγμές ευτυχίας». Δεν ελπίζουν, δεν πιστεύουν και δεν επιδιώκουν να τους συμβεί κάτι ποιοτικά και ουσιαστικά διαφορετικό, έχουν πεθαμένα όνειρα, θαμμένα ήδη από καιρό μέσα στα πολλά «έχω» τους.

Το χθες που πέρασε δεν ζει πια μέσα τους διότι δεν τους ικανοποίησε αρκετά, ενώ το μυστηριώδες αύριο δεν μπορούν να το δουν διαφορετικό από το χθες. Το χθες και το αύριο καθρεφτίζονται σαν είδωλα στο σήμερα.

Αυτοί οι άνθρωποι έχουν αποκοπεί από τον βιωματικό χρόνο τους, έχουν αποκοπεί από τον εαυτό τους και από το δώρο της ύπαρξης του προσώπου τους. Η ύπαρξή τους είναι η ύπαρξη ενός αποκομμένου ατόμου και όχι μιας ιδιαίτερης προσωπικότητας κι εντέλει αυτή είναι η πεμπτουσία του θανάτου.

Στα λόγια του δεύτερου συνομιλητή μας όμως διέκρινα την ελπίδα. Μέσα από την αναγνώριση του λαθεμένου τρόπου ζωής η οποία αναλίσκεται στο κυνηγητό μιας χίμαιρας που λέγεται αύριο με περισσότερες ανέσεις και περισσότερα αγαθά, ανάβλυζε η μετάνοια για τον χαμένο του χρόνο (το από-βιωμένο του παρελθόν).

Η μετάνοια όμως φέρνει την ελπίδα κι η ελπίδα φέρνει την πίστη κι η πίστη την απόφαση κι η απόφαση τον αγώνα κι ο αγώνας ενισχύει την πίστη και την απόφαση και τα δύο μαζί την ικανότητα να αγαπάμε πραγματικά τον εαυτό μας, τους άλλους και την ζωή-αγώνα που μας δόθηκε, ώσπου στο βάθος του ανακαινισμένου πια προσωπικού μας χρόνου δύει τελειωτικά ο θάνατος και γλυκοχαράζει για πάντα η προσωπική Ανάσταση.

Σε λίγε ημέρες όλοι ( . . . σχεδόν όλοι) θα γιορτάζουμε την έλευση του νέου χρόνου και για λίγα μόνον δευτερόλεπτα, όσο δηλαδή κρατούν οι πρωτοχρονιάτικες ευχές, θα γευτούμε από λίγη ελπίδα ο καθένας για το αύριο. Θα υψώσουμε τα ποτήρια, θα ανταλλάξουμε ακριβά δώρα, θα ευχηθούμε «με υγεία και ευτυχία ο νέος χρόνος» αλλά πολλοί λίγοι θα αφιερώσουμε έστω και μερικά λεπτά για να αναθεωρήσουμε το τι σημαίνει τελικά ευτυχία.

Λίγοι θα αναβιώσουμε στην μνήμη μας την χρονιά που πέρασε, για λίγα πράγματα ή λάθη μας θα μετανιώσουμε ( . . . όσο γίνεται λιγότερα) και πάρα πολλοί (ίσως και οι περισσότεροι) θα αναλογιστούμε τι πιο πολύ μπορούμε να κάνουμε για να έχουμε περισσότερα τον νέο χρόνο.

Λιγότεροι ακόμη, ίσως τολμήσουμε να πάρουμε κάποιες ριζικές αποφάσεις για το ποιος θέλω να είμαι και όχι για το πώς με θέλουν οι άλλοι να φαίνομαι.

Εύχομαι σε όλους μας να είμαστε λίγο πιο τυχεροί αυτή τη φορά και πριν μπει ο νέος χρόνος, μόλις μια εβδομάδα νωρίτερα, να ρίξουμε μια στοχαστική ματιά στο γυμνό χωρίς κλίνη βρέφος της αθωότητας και της απόλυτης ταπείνωσης, που υπόσχεται μόνον την αγάπη για την ουσία της ζωής και τον δρόμο της θυσίας, που απαιτείται για να κατατροπωθεί οριστικά ο θάνατος.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους και όλες.

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2006

ΝΙΚΟΣ Γ. ΝΗΜΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου