Να συναντιόμαστε, όλο και πιο πολλοί, όλο και πιο θαρραλέοι.

Να συναντιόμαστε, όλο και πιο πολλοί, όλο και πιο θαρραλέοι.
Να μικρύνουμε τις αποστάσεις, να φτιάξουμε γειτονιές διαδικτυακές, να ακούσουμε τον θόρυβο του διπλανού, τον αναστεναγμό και το τραγούδι του,
το γέλιο του και την κραυγή του.

Σάββατο 20 Αυγούστου 2011

Γενναιοδωρία και στάση ζωής.


Η προσφορά δεν είναι πάντοτε το μοναδικό κριτήριο για τον γενναιόδωρο άνθρωπο.

Ο καθένας που έστω και μια φορά στη ζωή του μπόρεσε να φανεί χρήσιμος σε κάποιον άλλον ή που κάποια στιγμή ένιωσε ότι συνεισέφερε θετικά σε κάποιο γεγονός, που αφορούσε και άλλους ανθρώπους, έχει αισθανθεί εκείνο το υπέροχο αίσθημα ικανοποίησης, να είναι γεμάτος, να ζει μια ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή του.

Αυτή είναι μια πλευρά της αυθεντικής φύσης του ανθρώπου – να δίνει και να γεμίζει μέσα του.

Πολύ συχνά στα καθημερινά μας “πάρε – δώσε” δεν είναι πολύ ξεκάθαρο ποιος είναι εκείνος που προσφέρει και ποιος είναι εκείνος που λαμβάνει. Συνήθως τους ξεχωρίζουμε από το ποιος ζήτησε και ποιος ανταποκρίθηκε ή από το ποιος είχε κι έδωσε και ποιος δεν είχε και πήρε αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να πούμε ποιος δίνει και ποιος παίρνει.

Αν αυτός που έδωσε είναι “δανειστής”, που περιμένει, έστω και άτυπα, επιστροφή με τόκο, τι θα πρέπει να πούμε; Αν αυτός που έδωσε το έκανε για να επενδύσει μελλοντικά οφέλη από τον άλλον – για να κερδίσει την φιλία του, την εύνοιά του, για να τον έχει υπόχρεο, κ.τ.λ., τι θα πρέπει να πούμε; Αν αυτός που ζήτησε το έκανε διότι “είχε λαμβάνειν” για εξυπηρετήσεις που πρόσφερε στο παρελθόν, ή αν ζητάει υποσχόμενος πολλαπλάσια επιστροφή στο μέλλον, τι θα πρέπει και πάλι να πούμε;

Αν κάποιος προσφέρει συνεχώς στους άλλους δώρα, κεράσματα και κάθε είδους εξυπηρετήσεις, παρηγοριά σε δύσκολες καταστάσεις κ.τ.λ., διότι έτσι καλύπτει την συναισθηματική του ανασφάλεια ή διότι δεν τα καταφέρνει με φυσικό τρόπο να δημιουργεί γνήσιες ανθρώπινες σχέσεις ή διότι αυτό αποτελεί μέρος της επικοινωνιακής του τακτικής και των δημόσιων σχέσεων για επαγγελματικούς και πολιτικούς σκοπούς και εν ολίγοις αν υπάρχει οποιαδήποτε ιδιοτέλεια πίσω από την προσφορά κάποιου, τότε πως αξιολογούμε την προσφορά και κατά πόσο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε γενναιόδωρο αυτόν τον άνθρωπο;

Βεβαίως κανείς μας δεν θα χαρακτήριζε σαν γενναιόδωρο ένα άνθρωπο που προσφέρει από ιδιοτέλεια αλλά και η ανιδιοτέλεια δεν είναι αρκετή για να χαρακτηρίσουμε μια γενναιόδωρη στάση.

Όλοι οι άνθρωποι μπορεί να εκδηλώσουν μια στιγμιαία συμπεριφορά ανιδιοτέλειας και προσφοράς άνευ ανταλλάγματος. Συνήθως από οίκτο ή και στιγμιαία αίσθηση υποχρέωσης απέναντι σε ηθικά προστάγματα, όλοι μπορεί να προσφέρουν σε άλλους αναξιοπαθούντες – στην θέση των οποίων δεν θα ήθελαν ποτέ να βρεθούν. Μπορεί και να προσφέρουν από έναν βαθιά κρυμμένο μέσα τους φόβο απέναντι στο κατάντημα του άλλου.

Δίνοντας ανιδιοτελώς – χωρίς ανταλλάγματα – ο δότης νιώθει να γεμίζει εκείνη την στιγμή, νιώθει ότι όντως έχει και δίνει αλλά το ερώτημα είναι αν χαίρεται για το “ότι έχει” ή για το “ότι δίνει” ή για το “ότι ο άλλος βρίσκει και παίρνει αυτό που εκείνη την στιγμή είχε ανάγκη αλλά δεν μπορούσε να το προσφέρει ο ίδιος στον εαυτό του”. Εσείς τι λέτε πάνω σ’ αυτό; Δίνουμε για να συναισθανθούμε την χαρά και την ανακούφιση εκείνου που λαμβάνει ή για να επιβεβαιώσουμε ότι ευτυχώς εμείς έχουμε περίσσευμα ή για να βάλουμε πόντους στο χρέος του καθήκοντος;

Μπορεί να μην τους βλέπουμε διότι δεν το επιδεικνύουν αλλά υπάρχουν γύρω μας – μειοψηφία μεν αλλά όχι και τόσο λίγοι – εκείνοι οι άνθρωποι που είναι διαρκώς γενναιόδωροι। Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που στέκονται συνεχώς σε μια στάση μόνιμης γενναιοδωρίας δηλαδή είναι έτσι ακόμη και όταν δεν τους ζητείται η προσφορά τους ακόμη και όταν εργάζονται στη δουλειά τους, όταν πέφτουν να κοιμηθούν, όταν δεν έχουν απέναντί τους κάποιον για να του δωρίσουν κάτι. Είναι οι άνθρωποι που μπορεί να έχουν ή να μην έχουν να δώσουν αλλά αναζητούν συνεχώς το “πως μπορώ κι εγώ να δώσω, να συνεισφέρω”.

Είναι οι πρόθυμοι, οι φιλικοί, οι συνεργάσιμοι, οι γεμάτοι, οι εθελοντές, εκείνοι που ζουν για έναν ανώτερο σκοπό, όσο ταπεινή κι αν είναι η ζωή τους. Είναι αυτοί που δεν θα δυσκολευτούν να απαντήσουν στο ερώτημα: “αισθάνεσαι να έχει η ζωή σου μια αποστολή;”

Οι αληθινά γενναιόδωροι άνθρωποι είναι εκείνοι που αισθάνονται σταθερά αυτάρκεις και ασφαλείς μέσα τους. Η αυτάρκεια και η ασφάλεια που αισθάνονται δεν έχει να κάνει ούτε με υλικά και περιουσιακά στοιχεία ούτε με εξωτερικές καταστάσεις και θέσεις που κατέχουν.

Έχουν ιδανικά όμορφα και σταθερή πίστη σ’ αυτά, έχουν αρχές και αξίες σταθερές, δημιουργούν και διατηρούν ισότιμες σχέσεις και δεν εξαρτώνται από άλλους ούτε υποβάλλουν άλλους σε εξάρτηση.

Έχουν επίγνωση της ταυτότητά τους, έντονα ανεπτυγμένες την αξιοπρέπεια, την αυτοεκτίμηση, την ακεραιότητα και την εσωτερική ελευθερία τους και η ελεύθερη βούλησή τους καθορίζει τις συνειδητές επιλογές τους στα ζωτικά ζητήματα.

Ποιοι δεν είναι αληθινά γενναιόδωροι; Όλοι εκείνοι, που αντλούν την ασφάλειά τους από εξωτερικές πηγές όπως το επάγγελμα, ο πλούτος, τα αξιώματα, η εξουσία, τα “μέσα”, οι υψηλές γνωριμίες και οι αλληλεξαρτήσεις των πελατειακών σχέσεων κ.τ.λ.

Αυτοί μένουν συνεχώς εξαρτημένοι από τέτοιες εξωτερικές πηγές από τις οποίες “δανείζονται τα δεκανίκια της ζωής τους”. Ό,τι κι αν συμβεί σ’ αυτά τα δεκανίκια τους, θα τους μειώσει το αίσθημα ασφάλειας. Η πρόοδος του συναδέλφου τους θα τους προβληματίσει, ίσως να τους αγχώσει, μπορεί να την νιώσουν σαν απειλή, διότι διαταράσσει την αίσθηση της θέσης που κατείχαν σε σχέση με τους άλλους γύρω τους.

Οι αγχωμένοι άνθρωποι με την ανταγωνιστική στάση μπορεί να ελεήσουν, να προσφέρουν, να συνεισφέρουν περιστασιακά αλλά γενναιόδωροι δεν μπορεί ποτέ να είναι.

Οι αληθινά γενναιόδωροι είναι αφοσιωμένοι στις σταθερές αρχές και αξίες τους, έχουν επίγνωση των κινήτρων τους και ασκούν τον μέγιστο δυνατό αυτοέλεγχο στις επιλογές και τις αποφάσεις τους. Οι άνθρωποι αυτοί ξεχωρίζουν εύκολα το καλό και το χρήσιμο από το κακό και το άχρηστο.

“Σωστό” θεωρούν εκείνο που εμπλουτίζει, που προάγει, που σκορπάει χαρά, που δεν είναι βίαιο, που ανεβάζει το ηθικό και την διάθεση, που παροτρύνει σε δημιουργικές ενέργειες, που κάνει την ζωή να είναι επιθυμητή και όμορφη, που ελαχιστοποιεί τον φόβο του θανάτου, που κάνει τον άνθρωπο γενναίο, ισορροπημένο και γαλήνιο.

Οι αληθινά γενναιόδωροι άνθρωποι είναι θετικοί και ανοιχτοί, τους αρέσει να μοιράζονται την χαρά με άλλους, ακόμη και την επιτυχία τους, το κέρδος, την αναγνώριση και την επιβράβευση. Προτιμούν την εργασία σε ομάδες και οι επιτυχίες των άλλων γίνονται μάθημα γι αυτούς, πηγή έμπνευσης και όχι πηγή ζήλιας, φθόνου ή απειλής της δικής τους ευημερίας.

Είναι κοινωνικά άτομα χωρίς όμως να εξαρτώνται από τις παρέες κι έτσι ακόμη και στις μοναχικές στιγμές τους δεν νιώθουν ούτε αμηχανία, ούτε κενό, ούτε ανασφάλεια αλλά στοχάζονται και αναζητούν λύσεις και απαντήσεις σε προβλήματα. Έχουν άριστες σχέσεις με τον εαυτό τους και βρίσκονται σε συνεχή εσωτερικό διάλογο. Έτσι προσθέτουν πληρότητα στη ζωή τους αφού διασφαλίζουν ισότιμες και αρμονικές σχέσεις με τους άλλους και τον εαυτό τους.

Φροντίζουν να μαθαίνουν συνεχώς για να βελτιώνουν τις ικανότητές τους και την δημιουργικότητά τους, κι έτσι μειώνεται η εξάρτησή τους από την συγκεκριμένη θέση εργασίας τους ή την κρίση των προϊσταμένων τους. Με την διαρκή μάθηση επενδύουν υπομονετικά στην ατομική τους ανεξαρτησία και αυτάρκεια. Δεν θα μπουν ποτέ στο “χρυσό κλουβί” του βολέματος και της επίπλαστης σιγουριάς.

Είναι οι πρώτοι και οι τελικοί κριτές του εαυτού τους με ισορροπία αυστηρότητας και επιείκειας. Ασκούνται συνεχώς σ’ αυτήν την ισορροπία και γι αυτό δεν κρίνουν ποτέ επιπόλαια και εύκολα τον άλλον. Η κρίση τους είναι κι αυτή γενναιόδωρη και στοχεύει πάντοτε στην εύρεση λύσης για βελτίωση και ποτέ στην απόδοση μομφής, κατηγορίας ή τιμωρίας του άλλου.

Έχουν ασκηθεί εσωτερικά στην συγχώρεση και στην μετάνοια. Εύκολα αναγνωρίζουν τα λάθη και πρώτα απ’ όλα τα δικά τους. Αλλάζουν γνώμη όταν πεισθούν διότι δεν είναι εγωιστικά προσκολλημένοι σε γνώμες, θέσεις και απόψεις. Έχουν μάθει λοιπόν πώς να αλλάζουν μυαλά μετά από κάποιο λάθος, να μετα – νοούν και η ικανότητά τους αυτή τους βοηθάει να συγχωρούν τόσο τον εαυτό τους όσο και τους άλλους ανθρώπους.

Δεν τσιγκουνεύονται ούτε να ζητήσουν συγνώμη ούτε να δώσουν την συγνώμη τους όταν ο άλλος τους την ζητήσει. Είναι γενναιόδωροι πρώτα απ’ όλα στην παροχή συγχώρεσης. Είναι ακριβοδίκαιοι και γενναιόδωροι απέναντι στις πράξεις και στάσεις των άλλων.

Με προθυμία αναγνωρίζουν τα επιτεύγματα των άλλων και επαινούν την σωστή συμπεριφορά, δείχνοντας ανεπιφύλαχτα τον θαυμασμό τους χωρίς να αισθάνονται ούτε ότι μειώνονται ούτε ότι κολακεύουν.

Οι γενναιόδωροι άνθρωποι δεν γκρινιάζουν, δεν παραπονιούνται, δεν κατηγορούν άλλους για τις δικές τους δυσκολίες και δεν θεωρούν ποτέ τον εαυτό τους “θύμα του συστήματος”. Δεν έχουν αυταπάτες για τις αρνητικές επιπτώσεις των κοινωνικών συστημάτων πάνω στους ανθρώπους και αγωνίζονται για την αλλαγή των συστημάτων αλλά δεν απολυτοποιούν ποτέ τον ρόλο των συστημάτων.

Αναγνωρίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο των ανθρώπων στην δημιουργία και συντήρηση των συστημάτων και γι αυτό αναζητούν και ταυτίζονται με πρότυπα ανθρώπων που είναι επαναστάτες και μεταρρυθμιστές των συστημάτων.

Δεν παραπονιούνται για το χτες ούτε το χρησιμοποιούν για άλλοθι σε όσα δεν κατάφεραν. Δεν ονειροπολούν ανέξοδα για το αύριο αλλά έχουν οράματα, που συνειδητά τα έχουν διαμορφώσει να τους καθοδηγούν σε συνετή προγραμματισμένη δράση στο σήμερα, πληρώνοντας βεβαίως και το αντίτιμο.

Μαθαίνουν από τα λάθη του χτες χωρίς να ταλαιπωρούν την συνείδησή τους, με κύριο σκοπό να διορθώνουν στο εδώ και τώρα την πορεία τους προς το αύριο. Έτσι μπορούν να προσαρμόζονται αβίαστα και ευέλικτα στις εναλλασσόμενες καταστάσεις χωρίς να χάνουν την αίσθηση ισορροπίας και σταθερότητας που πάντα τους χαρακτηρίζει.

Είναι εστιασμένοι στο τι μπορούν να κάνουν για να βελτιώσουν τα πράγματα, στο τι περνάει από το χέρι τους για να διορθώσουν και όχι στις ατέλειωτες αναζητήσεις και αναλύσεις των αιτίων ή των υπευθύνων. Δεν ταυτίζουν ποτέ το πρόβλημα με τον άνθρωπο που το δημιούργησε. Προτιμούν να τον κάνουν συμμέτοχο στην λύση παρά απόβλητο και καταδικασμένο.

Είναι οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι άνθρωποι που είναι έτοιμοι να αναλάβουν με γενναιότητα τις ευθύνες που τους αναλογούν χωρίς έπαρση και αλαζονεία αλλά και χωρίς να υποτιμούν τον εαυτό τους. Διοχετεύουν πρόθυμα την ενέργειά τους σε κοινά ενδιαφέροντα και συμφέροντα αντί να την σπαταλούν μαχόμενοι για μια καρέκλα.

Μένοντας σταθεροί και ήρεμοι, γεμίζοντας κάθε μέρα τα αποθέματα αυτοπεποίθησής τους, έχοντας ανά πάσα στιγμή πλεονάσματα ψυχικών δωρεών, αργά ή γρήγορα αναγνωρίζονται από τους άλλους για την απλότητα, την αξιοπιστία, την αυτοεκτίμηση, την αυθεντικότητα, την αξιοπρέπεια και την ακεραιότητά τους και γίνονται πρότυπα για τους άλλους. Σε ειδικές περιπτώσεις αναδεικνύεται και η ηγετική τους στόφα και τους δίνεται η ευκαιρία να κατευθύνουν ομάδες, οργανισμούς, επιχειρήσεις και έθνη σε υψηλά επιτεύγματα.

Δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2008 στην εφημερίδα "Επαγγελματίας και Καταναλωτής".

- Πες μου επιτέλους ξεκάθαρα τι εννοείς ! - περίμενα να το είχες καταλάβει χωρίς να σου το πω!


Πολύ συχνά δεν έχει σημασία αυτό που λέμε, αλλά ο τρόπος που το λέμε.
Σε κάθε σχέση μας, στο σπίτι, στη δουλειά μας ή ακόμη και σε μια συνάντηση, ο τρόπος που επικοινωνούμε καθορίζει πιο σημαντικά το αποτέλεσμα απ’ ότι το νόημα που περιέχουν εκείνα που λέμε κι εκείνα που ακούμε να μας λένε.

Αυτό που καταλαβαίνουμε δεν είναι ποτέ σχεδόν ακριβώς το ίδιο με το νόημα ή το μήνυμα που ο άλλος ήθελε με τα λόγια του να εκφράσει. Ωστόσο είναι κυρίως ο τρόπος που μας το μετέδωσε, που φανερώνει εκείνο που τα λόγια του συγκάλυψαν ή ωραιοποίησαν. Ο τόνος της φωνής, το χρώμα και ο κυματισμός της, ο ρυθμός της ομιλίας (αργά ή γρήγορα), ο συντονισμός της στο δικό μας ύφος, καθώς και οι απλές εναλλαγές των φράσεων περιέχουν το μεγαλύτερο φορτίο του νοήματος.

Η πυροδότηση μεγάλων παρεξηγήσεων από ασήμαντες συνήθως διαφορές είναι το καθημερινό πρόβλημα που καταστρέφει εκείνο που οι προθέσεις μας προσδοκούσαν σε μια σχέση, σε μια συναναστροφή ή σε μια επαγγελματική συναλλαγή. Αυτό που “από το τίποτα”, εντελώς απρόσμενα, αποτελεί τη σκανδάλη μιας πυροδοτούμενης παρεξήγησης είναι αυτό που η επικοινωνιολόγος - γλωσσολόγος Ντέμπορα Τάννεν αποκαλεί “διαφορές στο συνομιλητικό στυλ” (διαβάστε το βιβλίο της με τίτλο ΟΧΙ ΔΕΝ ΕΝΝΟΟΥΣΑ ΑΥΤΟ – εκδόσεις ΕΝΑΛΙΟΣ).

Στη μακρόχρονη επαγγελματική εμπειρία μου είδα πολλές τέτοιες παρεξηγήσεις να οδηγούν σε συγκρούσεις, να καταστρέφονται σχέσεις εργαζομένων με τους προϊσταμένους και τη διοίκηση. Είδα όμως πολλές φορές να συμβαίνει και το αντίστροφο, δηλαδή να λύνονται φαινομενικά περίπλοκα θέματα και να σβήνουν φωτιές, με έναν απλό χειρισμό κατευνασμού των πνευμάτων, από κάποιον που εξέπεμψε μήνυμα συμφιλίωσης με λιτά λόγια και με φτωχά ή απλά επιχειρήματα αλλά με τρόπο (π.χ. χαμόγελο, ήρεμη φωνή με σταθερό τόνο) που εξέπεμπε ένα μήνυμα που οδηγούσε τη διαπραγμάτευση σε διαφορετικό δρόμο από αυτόν της σύγκρουσης.

Οι σχέσεις μας καθημερινά βελτιώνονται ή φθείρονται από τον τρόπο που συνομιλούμε.

Μερικές φορές οι εντάσεις σε μια συνομιλία δεν δικαιολογούνται με τη λογική από αυτά που ακριβώς λέγονται. Εξηγούνται όμως από τις πραγματικές διαφορές που προϋπάρχουν ανάμεσα στους συνομιλητές και κυρίως από τα συσσωρευμένα αρνητικά συναισθήματα που θέλουν μια διέξοδο, μια οποιαδήποτε αφορμή για να εξωτερικευτούν.

Αν προϋπάρχει θυμός, πίκρα και απογοήτευση για προσδοκίες που δεν εκπληρώθηκαν από τον άλλον, όλα αυτά καραδοκούν σε κάθε συνομιλία και εκφράζονται χωρίς να τα ελέγχουμε τόσο με τη φωνή όσο και με τις εκφράσεις του προσώπου και του σώματος αλλά και με τον συνδυασμό φράσεων που είναι τυποποιημένες, λακωνικές και γεμάτες υπαινιγμούς.

Στις στενές και μακροχρόνιες σχέσεις, όπως ανάμεσα σε δύο συζύγους ή ανάμεσα σε έναν γονέα και το παιδί του, υπάρχουν καθιερωμένες στυλιζαρισμένες φράσεις, πολλές φορές και σύντομοι διάλογοι, που περιέχουν τους ίδιους κάθε φορά υπαινιγμούς και επαναλαμβάνονται πανομοιότυπα. Εκείνος που παρευρίσκεται σαν ξένος παρατηρητής σε μια τέτοια συνομιλία δεν θα μπορέσει να παρατηρήσει τα υπαινικτικά νοήματα που ανταλλάσσονται μπροστά του κάτω από τις λέξεις και τις φράσεις του διαλόγου. Δεν θα μπορέσει να αποκωδικοποιήσει, μέσω της λογικής ερμηνείας, την “συνομιλία των συναισθημάτων”, που υποκρύπτεται πίσω από τη συνομιλία των λέξεων. Θα δει το δέντρο του λόγου και θα χάσει το δάσος των συναισθημάτων.

Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα τέτοιων συνομιλιών. Ας δούμε για να σχολιάσουμε, ένα τέτοιο τυπικό που πολλοί θα αναγνωρίσετε:
Στο σαλόνι όπου κάθεται μόνη το απόγευμα η μητέρα μιας 18χρονης, εμφανίζεται η κόρη της.
- Τώρα είπε στις ειδήσεις ότι ο καιρός θα αλλάξει απότομα ως το βράδυ - λέει η μάνα.
- Αυτά έχω, αυτά φοράω – απαντά η κόρη.
- Είσαι αχάριστη – λέει η μάνα και βουρκώνει ελαφρά.
- Είσαι μια εκβιάστρια – ανταπαντά η κόρη.
Τότε η μητέρα γίνεται έξαλλη, αντιδρά με φωνές και κλάματα και βλέπει την κόρη να φεύγει χτυπώντας την πόρτα πίσω της.

Σε πρώτο άκουσμα η εξέλιξη αυτής της συνομιλίας φαίνεται επιεικώς παράλογη. Η μάνα ξεκίνησε την κουβέντα επειδή είδε ότι η κόρη ήταν ντυμένη πολύ ελαφρά, έτοιμη για έξοδο.

Στην πραγματικότητα η μάνα ήθελε να ρωτήσει την κόρη της αν πράγματι ετοιμάζεται για βραδινή έξοδο, αν θα γυρίσει νωρίς ή αργά, με ποιους θα βγει και που θα πάει και στη συνέχεια να δώσει και μια σειρά συμβουλές ή να βάλει όρους για την έξοδο της κόρης. Αντί λοιπόν να ρωτήσει ευθέως, έκανε μια εισαγωγή για τον καιρό, υπονοώντας ταυτόχρονα το ελαφρύ ντύσιμο της κόρης, που η κόρη όμως γνώριζε ότι η μάνα θεωρούσε όχι και τόσο σεμνό. Βαθιά πίσω από τα λόγια της μάνας υπήρχε ταυτόχρονα και το ερώτημα: - Πάλι μόνη μου θα με αφήσεις μέσα στην αγωνία μου να σε περιμένω να γυρίσεις ασφαλής;

Η κόρη από τη μεριά της γνώριζε το μοτίβο των ερωτήσεων μιας τέτοιας περίστασης που επαναλαμβανόταν συχνά με ερωτήσεις – προλόγους – ή με ερωτήσεις που ψάρευαν την αλήθεια, που η μάνα δεν ρωτούσε ποτέ ευθέως για να την μάθει. Έτσι ανταποδίδοντας το στυλ συνομιλίας η κόρη, κάνει πως δεν καταλαβαίνει τα πραγματικά κρυμμένα ερωτήματα και αντεπιτίθεται σε μια κουβέντα για την ανεπάρκεια της γκαρνταρόμπας της. Η μητέρα την αποκαλεί αχάριστη, που σε πρώτο επίπεδο εννοεί αντιθέτως την υπερεπάρκεια των ρούχων της κόρης αλλά υποκρύπτει σε βαθύτερο επίπεδο την πίκρα της για την αγωνία της που δεν συναισθάνεται η κόρη. Βουρκώνει και μεταδίδει στη κόρη τα συναισθήματά της φορτώνοντάς την για μια ακόμη φορά με ενοχές αχαριστίας προς τη μάνα.

Η κόρη τότε, στριμωγμένη για ακόμη μια φορά στη γωνία, αντεπιτίθεται πιο σκληρά για να βγει από το αδιέξοδο μιας τέτοιας συνομιλίας αλλάζοντας στυλ, σταματώντας το παιχνίδι των υπαινιγμών και απευθύνοντας στη μάνα ευθέως την κατηγορία για καταπιεστική συμπεριφορά που ασκείται με το γάντι από τη μάνα. Όμως η κόρη δεν λέει στη μάνα της “πες μου ξεκάθαρα τι θέλεις πάλι να μου πεις” αλλά εκφράζει με κυνικό τρόπο την αλήθεια των δικών της συναισθημάτων, χαρακτηρίζοντας “εκβιάστρια” την μάνα.

Η μάνα δεν αντιλαμβάνεται την υπερβολική αντίδραση της κόρης, καταλαβαίνει ότι η συνομιλία καταστράφηκε και πικραμένη στο έπακρο από την τελευταία λέξη της κόρης, δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει καθώς όλα τα αρνητικά συναισθήματά της αναδύονται τώρα εκρηκτικά και ανεξέλεγκτα σαν λάβα από κοιμισμένο ηφαίστειο.

Η συνομιλία αυτή θα μπορούσε εύκολα να έχει εξελιχθεί σε μια πιο ήρεμη διευθέτηση των συγκρουόμενων απαιτήσεων των δύο πλευρών. Θα μπορούσαν να έχουν βγει από τη συνομιλία είτε κερδισμένες και οι δύο είτε συμβιβασμένες άσχετα από τις αρχικές τους διαθέσεις. Τα υπάρχοντα αρνητικά συναισθήματα δεν θα είχαν πυροδοτηθεί και η βαλβίδα εκτόνωσής τους δεν θα είχε λειτουργήσει. Αυτό θα είχε γίνει αν η κάθε πλευρά εξέφραζε πιο ξεκάθαρα αυτό που ήθελε από την άλλη, με λιγότερους υπαινιγμούς.

Κάποιες φορές αυτές οι εντάσεις στη συνομιλία και τα μπερδέματα προκύπτουν όταν πραγματικά δεν υπάρχει καμία ουσιαστική σύγκρουση απόψεων ή σύγκρουση απαιτήσεων. Συμβαίνουν ακόμη και όταν όλοι μας προσπαθούμε ειλικρινά να συμβιβαστούμε. Αυτό ακριβώς το γεγονός συνιστά τον τύπο της κακής επικοινωνίας που μας τρελαίνει. Οι εντάσεις και τα μπερδέματα σε αυτές τις περιπτώσεις προκαλούνται από διαφορές που έχουμε στο συνομιλητικό μας ύφος – στυλ – ή από τους πολλούς υπαινιγμούς που δεν γίνονται αντιληπτοί, ή από τη διαφορετική βάση εκκίνησης του καθενός, ακόμη και από τη διαφορετική κουλτούρα.

Μια τέλεια συντονισμένη συνομιλία είναι το όραμα για μια κοινωνία της αλληλοκατανόησης και της συνδιαλλαγής, το βασίλειο της λογικής. Τίποτε άλλο δεν μας αναστατώνει τόσο όσο μια διαστρεβλωμένη συνομιλία που ξεκινήσαμε με τις καλύτερες προθέσεις και κατέληξε να βγούμε όλοι χαμένοι, χαμένοι στο σκοτεινό βασίλειο των αρνητικών συναισθημάτων.

Το να λέμε κάτι και ο άλλος να το καταλαβαίνει διαφορετικά και εις βάρος μας, το να προσπαθούμε να βοηθήσουμε ή να προστατέψουμε κάποιον και εκείνος να μας θεωρεί καταπιεστικούς ή επιθετικούς, το να προσπαθούμε να μείνουμε διακριτικοί και σε απόσταση από ευγένεια και να μας θεωρούν κρύους, ντροπαλούς ή αδιάφορους, το να προσπαθούμε να βάλουμε ένα ρυθμό και μια τάξη στη κουβέντα της παρέας και να καταλήγουμε στο περιθώριο της κουβέντας, όλα αυτά είναι αποτυχίες συντονισμού ως προς το συνομιλητικό ύφος. Επειδή όμως δεν γνωρίζουμε τον ρόλο του συνομιλητικού ύφους στη σωστή επικοινωνία, η συνέπεια είναι τελικά να θεωρούμε λανθασμένα ότι δεν έχουμε ικανότητες επικοινωνίας και να υπονομεύεται η αυτοπεποίθησή μας για το κοινωνικό μας πρόσωπο.

Όλοι μας κουβαλάμε μέρος ή ατόφια την οικογενειακή κουλτούρα μας – την κουλτούρα των γονιών μας. Αν παραδείγματος χάριν, το να ρωτάμε αυτόματα κάθε φορά το “γιατί” σε μια πρόταση του άλλου είναι μέρος της οικογενειακής μας κουλτούρας ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο για τον άλλον, αυτό μπορεί να γίνει αφορμή για παρεξηγήσεις, και μπερδέματα. Στη χειρότερη περίπτωση, αυτός ο άλλος θα θεωρήσει ότι απορρίπτουμε αμέσως την πολύ σαφή πρότασή του ή την καλή προσφορά του και ότι έτσι κλείνουμε την κουβέντα, ενώ εμείς την έχουμε ήδη αποδεχτεί και απλώς ανοίγουμε την κουβέντα.

Είναι άδικο για τις καλές μας προθέσεις όταν συμβαίνουν διάλογοι με ένταση σαν τους παρακάτω:
- Δεν πήγαμε στο πάρτι γιατί εσύ δεν ήθελες.
- Εγώ; Εγώ ήθελα. Εσύ ήσουν που ξίνισες τα μούτρα σου όταν σου είπα για την πρόσκληση.
ή το ίδιο σε μιαν άλλη εκδοχή, που ίσως προηγήθηκε:
- Θέλεις να πάμε στο πάρτι που μας κάλεσαν;
- Εντάξει.
- Δεν το λες με όρεξη. Θέλεις πραγματικά να πάμε;
- Θα με τρελάνεις. Ήμουν σαφής πως θέλω. Εσύ μάλλον δεν έχεις όρεξη ή δεν ξέρεις τι θέλεις.

Είναι επίσης πολύ συχνό ένας διάλογος να γεμίσει με την ένταση ενός άλλου σχετικού με το θέμα διαλόγου, ο οποίος προηγήθηκε κάποιες μέρες ή και μήνες πριν. Στον εγκέφαλό μας καταγράφονται επακριβώς τα συναισθήματα που νιώσαμε τότε και όχι επακριβώς τα λόγια που ανταλλάξαμε. Όταν λοιπόν στον τρέχοντα διάλογο αναφερθούμε στον διάλογο που προηγήθηκε, θα βάλουμε άλλα λόγια στο στόμα του άλλου και όχι αυτά που είπε, διότι τα ζωντανά συναισθήματά μας, υπογείως, θα μας υπαγορεύσουν διαστρεβλωμένα τα λόγια που έχουμε ξεχάσει. Φυσικά αυτό θα αποτελέσει προσβολή για τον άλλον και η κατάληξη μπορείτε να φανταστείτε ποια θα είναι.

Δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο 2010 στην εφημερίδα "Επαγγελματίας και Καταναλωτής".