Να συναντιόμαστε, όλο και πιο πολλοί, όλο και πιο θαρραλέοι.

Να συναντιόμαστε, όλο και πιο πολλοί, όλο και πιο θαρραλέοι.
Να μικρύνουμε τις αποστάσεις, να φτιάξουμε γειτονιές διαδικτυακές, να ακούσουμε τον θόρυβο του διπλανού, τον αναστεναγμό και το τραγούδι του,
το γέλιο του και την κραυγή του.

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Χρόνια που περνούν, που δεν θα ξαναρθούν, μ' αγιόκλημα και γιασεμιά.


Τι μπορεί να σημαίνει για μας σήμερα, αυτό το στιγμιότυπο από τις αρχές της δεκαετίας του '60 ?

Είναι μια παρέα εργατών με τις γυναίκες τους σε μια ταβέρνα στην περιοχή της παραλίας του Ασπροπύργου.

Είναι εργάτες στο εκεί τσιμεντάδικο. Δουλεύανε σε εβδομαδιαίες βάρδιες - πρωί, απόγευμα, νύχτα. Όταν γύριζαν από το τσιμεντάδικο μετά τη βάρδια τους ήσαν "αλευρωμένοι" τσιμέντο και το δέρμα τους συγκαίγονταν από τη μίξη ιδρώτα - τσιμέντου.

Τα σπίτια τους απέναντι στο εργοστάσιο για να πηγαίνουν με τα πόδια. Τα έχτιζαν ένα ένα δωμάτιο, με φτηνά υλικά - τσιμεντόλιθους που έφτιαχναν μόνοι τους με τη βοήθεια της γυναίκας τους - και όταν έριχναν την πλάκα μαζεύονταν όλοι μαζί οι φίλοι και βοηθούσαν και τα μεροκάματα αυτά ήταν δανεικά από τον έναν στον άλλον. Έβγαζαν καλό μεροκάματο αφού τα πνευμόνια τους ήταν πάντοτε γεμάτα σκόνη.

Η καταγωγή των περισσότέρων ήταν από την ορεινή Αρκαδία, την Κρήτη και τα νησιά - οι Ασπροπύργιοι τότε ήσαν ακόμη αγρότες. Όλοι αυτοί οι εργάτες ήσαν εσωτερικοί μετανάστες που δημιουργούσαν την νέα βιομηχανική άνθιση της δεκαετίας του '60 και παρήγαγαν την πρώτη ύλη για τη γιγάντωση της Αθήνας. "Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο, τώρα οι εργάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα . . ."

Ζούσαν φτωχικά και μεγάλωναν με όνειρα τα παιδιά τους. Όλοι τους θυμούνταν πριν 20 χρόνια τον πόλεμο και την πείνα και η ψυχή τους αγαλίαζε όταν τάϊζαν τα παιδιά τους. Τραγουδούσαν τα τραγούδια του Καζαντζίδη και έπιναν τα ποτήρια τους κάθε εβδομάδα, όπως το βλέπουμε στην φωτογραφία.

21 χρόνια μετά, παντρεύτηκα το κοριτσάκι στο κέντρο της φωτογραφίας και ζήσαμε για τα επόμενα 20 χρόνια μαζί με αυτούς τους ανθρώπους σε αυτήν την περιοχή, σε ένα τέτοιο σπίτι όπως αυτά που περιέγραψα πιο πάνω. Εργάστηκα - κι εργάζομαι ακόμη - σαν Μηχανικός στέλεχος στο τσιμεντάδικο και είδα τους εργάτες αυτούς να προκόβουν από τον ιδρώτα τους και να βοηθάνε τα παιδιά τους να προκόψουν κι αυτά ακόμη περισσότερο.

Είμαι κι εγώ γιος βιομηχανικού εργάτη από την διπλανή Ελευσίνα. Από μικρός μεγάλωσα και τράφηκα από τα όνειρα αυτών των εργατών, όνειρα για πρόοδο και προκοπή, όνειρα για μια πιο δίκαιη κοινωνία. Όλοι αυτοί με το φιλότιμο τη ντομπροσύνη και την αγωνιστικότητά τους, με ενέπνεαν από μικρό παιδί. Πήρα το χρέος και την ευθύνη πάνω μου για να προκόψω "καλύτερα" από αυτούς με τη σειρά μου. Πλήρωσα το αντίτιμο με τον δικό μου "πνευματικό" ιδρώτα και μαζί με το κοριτσάκι τις φωτογραφίας τουλάχιστον τους κάναμε περήφανους για τον τόπο που έπιασαν οι θυσίες τους.

Το γλέντησαν πολλές φορές το επίτευγμά τους στις δεκαετίες του '80, '90 και 2000, πιο πλούσια τώρα από τις συνθήκες που δείχνει η ασπρόμαυρη φωτό. Τότε στις αρχές του '60 γλεντούσαν βγάζοντας το άχτι τους, τον καημό τους για τα στερημένα παιδικά τους χρόνια, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια με αγνές ευχές για το μέλλον των δικών τους παιδιών. Δεν έζησαν το καταναλωτικό παραλήρημα και δεν πόθησαν πολυτελή αυτοκίνητα.

Σήμερα κάποιοι από την ασπρόμαυρη φωτογραφία δεν ζουν πια να δουν το πισωγύρισμα - ευτυχώς γι αυτούς, αν και κάποιοι πέθαναν σχετικά νωρίς από οδυνηρές ασθένειες, συνέπεια της ανθυγιεινής εργασίας . . . Όσοι ζουν ακόμη όμως θυμούνται ξανά την "πείνα" και θα έρθει η ώρα να πεθάνουν συλλογιζόμενοι που πήγαν οι κόποι τους αφού το μέλλον που οικοδόμησαν για παιδιά και εγγόνια, σήμερα το σκεπάζουν κατάμαυρα σύννεφα. Αισθάνονται προδωμένοι που εμπιστεύθηκαν πολιτικές και πολιτικούς και προσπαθούν να συμαζέψουν την οργή και την αηδία τους.

Εγώ κρατώ προς το παρόν τα πικραμένα και συγκρατημένα χαμόγελά τους όπως τα βλέπω στην φωτογραφία, τους λέω ένα Μεγάλο Ευχαριστώ - σε ζώντες και θανόντες - και συνεχίζω (αν και σαστισμένος παρ' όλα μου τα γράμματα σπουδάγματα) να κρατώ τη σκυτάλη τους - την Ευθύνη και την Υπόσχεση πως δεν θα εγκαταλείψω τα όνειρά τους και θα παλέψω για τα εγγόνια που έπαιξαν στα γόνατά τους. Νίκος Νημάς / 13-10-2011.

2 σχόλια:

  1. Για σήμερα πάντως . . . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΜΑΣ: ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΤΑ ΡΟΖΙΑΣΜΕΝΑ ΧΕΡΙΑ ΠΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΤΟ ΧΕΡΑΚΙ ΜΑΣ / ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΤΗ ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΙΔΡΩΤΑ ΠΟΥ ΕΦΕΡΝΑΝ ΓΥΡΝΩΝΤΑΣ ΣΠΙΤΙ / ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΠΑΝ , ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝΕΡΓΟΙ . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ: ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΤΟ ΖΕΣΤΟ ή ΑΥΣΤΗΡΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥΣ / ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ / ΝΑ ΜΗ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΠΩΣ ΗΣΑΝ ΚΙ ΑΥΤΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ . . . αν ξεχάσουμε γονείς και δασκάλους, τότε τα παιδιά μας θα μείνουν απροστάτευτα στο τσουνάμι που ήλθε !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τούτο το χέρι που φιλάς την ώρα που κρυώνει για πάντα, είναι το χέρι που σε κράτησε ζεστά, σε τάϊσε, σε χάϊδεψε, στις έβρεξε, σε χαρτζηλίκωσε, σου έδειξε μακριά τον ορίζοντα των δικών σου δυνατοτήτων, ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ και ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή