Η Ντουντού πέρασε ξανά απ' τα μάτια την απαλάμη της -για ν' ανοίξει δρόμο για το βλέμμα της- και μπήκε στο τσαντήρι.
Μπίθρος: Μελό... είπε τώρα ο Μπίθρος. Πού γυρνάς; Τι αραντίζεις μες στον κόσμο; Έφυγες απ' τη σκολάρα; Καλά έκανες! Οι δάσκαλοι κουλαντρίζουνε ζεβζέκικα κεφάλια! Τα γράμματα είναι σφήκες, μπρε! Να... τρυπάνε το κεφάλι σου και χύνεται όλο το μυαλό όξω... Χα χα χάα! Έτσι δεν είναι;
Μέλιος: -Όχι, Μπίθρο... Όχι... Δεν είν' έτσι.
Η φωτιά ανέβαινε πάνω... ψηλά... γιόμιζε τον ουρανό σπίθες... γινόταν άστρα... πούλιες...
Μέλιος: Όχι, Μπίθρο... δε θα τ' αφήσω τα γράμματα. Αφησα τους δασκάλους... Αλλά τα γράμματα, όχι, δε θα τ' αφήσω. Θα τα ξετρυπώσω μόνος μου... απ' τα βιβλία...απ' τα στόματα... απ' τις καρδιές... και θα τα κάνω πάλι γράμματα... Θα τα ξαναδώσω πίσω στους ανθρώπους πάλι γράμματα!...
Μπίθρος: -Δε νογάω, γιαβρούμ Μελό... δε νογάω... Αυτά είναι τζαναμπετικες κουβέντες. Εσύ ξέρεις... Εγώ καρδιά έχω...πάρ' την. Να... πάρε κουσκούς... πάρε ρακί... πάρε, να,τσόλια να πλάιάσεις... φωτιά να ζεστάνεις το κόκαλο σου... Πάρε, να, ουρανό γεμάτο μεταλλίκια, να τα μετράς... Φτωχός είμαι... τσουρούκης... γδυμένος... Δεν έχω τίποτα.
Μέλιος: -Είσαι ο πιο πλούσιος άνθρωπος του κόσμου, Μπίθρο.Πολύ πλούσιος... Τόσο πολύ, που δεν αντέχω σε τόσα πλούτια και θα φύγω. θα κοιτάξω να... Θα κοιτάξω να γίνω κι εγώ πλούσιος... σαν και σένα!
Ο γύφτος σαστίζει και γουρλώνει τα μάτια του.
Μπίθρος: -Ολάν... λέει και σφουγγάει τα δάκρυα του. Γιατί...γιατί με παίρνεις, εμένα στο μάιτάπι;... Τι “πλούσιος” λες, και σασιρντίζεις τον αδελφό σου τον Μπίθρο...; Εγώ δεν έχω μπιλέ... ένα βρακί... ένα παπούτσι...
Μέλιος: -Μόνο αυτά σου λείπουνε, Μπίθρο... μόνο αυτά...
Μπίθρος: -Ταμάμ... Τώρα μου γιόμισες την καρδιά μου μέλι...
Μέλιος: -Ναι...μόνο αυτά σου λείπουνε. Γιατί, αν είχες κι αυτά, Μπίθρο... τότε θα 'πρεπε να πάρουμε μια τριχιά...να την αμολήσουμε κατά τον ουρανό και να γκρεμίσουμε το θεό κάτω.
Ο Μπίθρος γούρλωσε τώρα πιο πολύ τα μάτια του, κι ύστερα πέφτει ανάσκελα... και βαστάει την κοιλιά του... και δίνει κλοτσιές στον ουρανό με τ' άπλυτα πόδια του... και φωνάζει τη γυναίκα του να πάρει κι αυτή μέρος στο πανηγύρι του γέλιου... και λέει “ευχαριστώ...” και λέει... και λέει... και κλαίει..
Ευχαριστώ κι εγώ, Μπίθρο... Ευχαριστώ πολύ, βαθιά, κι εγώ... ο Μέλιος... ο άντρας... το παιδί... ο άνθρωπος... Ευχαριστώ, που μπορείς να διαβάζεις πιο βαθιά απ' όλους τους σοφούς... να γελάς πιο πλούσια απ' όλους τους ευτυχισμένους... Να κλαις πιο αληθινά απ' όλους τους λυπημένους. Και ν' αγαπάς, Μπίθρο... Ν' αγαπάς, όπως πρέπει ν' αγαπηθούν μια μέρα... όλοι οι άνθρωποι. Αμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου